πεφύκεν — πεφύ̱κε̄ν , φύω bring forth perf inf act (epic) πεφύκε̄ν , φύζω perf inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
JO — filia Inachi fluvii, a Iove adamata, Epaphi ex illo mater, quam ob interventum Iunonis, ne agnosceretur, Iuppiter in iuvencam transformavit: Iuno tamen suspicata id quod res erat, vaccam eam a Iove sibi dono dari postulavit: quam cum accepisset,… … Hofmann J. Lexicon universale
NABCA — Aegyptiis hodie, aliter Oenoplia, cadem cum Veterum connaro, sive loto Cyrenaica, spinosa instar acaciae, latioribus foliis quam zizyphi, fructu gaudet rotundô, iuglandis nucis magnitudine, dulci, odoratô. Dicta autem haec Lotos Cyrenensis est,… … Hofmann J. Lexicon universale
κρεμάστρα — η (AM κρεμάστρα) νεοελλ. έπιπλο ή σκεύος που χρησιμεύει για κρέμασμα τών ρούχων μσν. 1. κρεμάλα 2. προεξοχή στον εξωτερικό τοίχο σπιτιού αρχ. 1. κρεμάθρα* 2. ο μίσχος απ όπου κρέμεται το άνθος («τὰ δὲ ἄνθη πέφυκεν ἀπὸ μιᾱς κρεμάστρας», Θεόφρ.).… … Dictionary of Greek
ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… … Dictionary of Greek
πειναλέος — α, ο / πειναλέος, α, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που πεινά πολύ, που κατέχεται από μεγάλη πείνα, πολύ πεινασμένος («τὸ σῶμα... ἢ πάλιν διψῶδες ᾖ και πειναλέον ὡς οὐ πέφυκεν», Πλούτ.) αρχ. μτφ. ο κενός από τροφή, ο άδειος («πειναλέους τοὺς πίνακας προφέρων» … Dictionary of Greek
συνενδείκνυμι — Α [ένδείκνυμι] 1. δείχνω μαζί ή ταυτοχρόνως 2. μέσ. συνενδείκνυμαι φανερώνομαι μαζί («οὐδὲ Χριστῷ συνενδείκνυσθαι πέφυκεν ὁ διάβολος», Αθανάσ.) … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek
χερσεύω — ΜΑ [χέρσος] (το παθ.) χερσεύομαι μεταβάλλομαι σε χέρσο, γίνομαι ξερός και άγονος, χερσώνομαι (α. «γῆν χερσευομένην», Ευσ. β. «ἀγαθὴ γῆ πέφυκεν, ἀλλ ἀμεληθεῑσα χερσεύεται», Πλούτ.) αρχ. 1. ζω ή βρίσκομαι στη στεριά («χελώνη μὴ δυναμένη χερσεύειν» … Dictionary of Greek
ԲՆԱՒՈՐԻՄ — (եցայ, եալ եմ.) NBH 1 498 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c Երբեմն նոյն ընդ վերնոյն (=ԲՆԱՒՈՐԵՑՈՒՑԱՆԵՄ). այսինքն Սովորեալ եմ. սովոր եմ. այս բնութիւն է իմ. ʼի բնէ ունիմ զայս ինչ, կամ զայս բոյս բարուց. *Խաղաղութիւն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)